-
1 παρά-στημα
παρά-στημα, τό, Gefaßtheit, τῷ παραστήματι τῆς ψυχῆς πλεονεκτοῠντες ἐνεκαρτέρουν τοῖς δεινοῖς, D. Sic. 17, 11; D. Hal. de adm. vi Dem. 22 u. a. Sp. – Der Antrieb, ϑείῳ τινὶ παραστήματι κινηϑεῖσα, D. Hal. 8, 39; – Ermahnung, Lehre, M. Ant. 3, 11.
См. также в других словарях:
παράστημα — το, ΝΑ, δωρ., βοιωτ. και αρκαδ. τ. παράσταμα και μτγν. τ. παράστεμα Α [παρίσταμαι] νεοελλ. η εξωτερική εμφάνιση τού ανθρώπου, το παρουσιαστικό, η κορμοστασιά, η στάση τού σώματός του, ιδίως κατά το βάδισμα αρχ. 1. άγαλμα τοποθετημένο δίπλα σε… … Dictionary of Greek